ακατάστρωτος

ακατάστρωτος
-η, -ο [καταστρώνω]
1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να καταστρωθεί σύμφωνα με τις επιταγές τής λογικής
«ακατάστρωτο πρόβλημα»
2. εκείνος που δεν έχει ερευνηθεί με περίσκεψη ή δεν έχει διατυπωθεί λεπτομερώς
«τα σχέδια του για το μέλλον είναι ακόμη ακατάστρωτα»
3. (εμπορικός λογαριασμός) που δεν έχει καταγραφεί καθώς πρέπει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακατάστρωτος — η, ο 1. αυτός που δεν καταστρώθηκε, δεν προσχεδιάστηκε: Τα σχέδια για την τουριστική αξιοποίηση της περιοχής αυτής είναι ακόμη ακατάστρωτα. 2. αυτός που δεν μπορεί να καταστρωθεί σύμφωνα με τις αρχές της λογικής: Το πρόβλημα αυτό είναι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”